πλευροκοπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευροκοπώ < αρχαία ελληνική πλευροκοπέω / πλευροκοπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

πλευροκοπώ (παθητική φωνή: πλευροκοπούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]