πλοκάμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλοκάμι | τα | πλοκάμια |
γενική | του | πλοκαμιού | των | πλοκαμιών |
αιτιατική | το | πλοκάμι | τα | πλοκάμια |
κλητική | πλοκάμι | πλοκάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλοκάμι < Ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλοκάμι ουδέτερο
- το ευέλικτο, κινητό, επίμηκες όργανο που διαθέτουν ορισμένα είδη ζώων, συνήθως τα ασπόνδυλα για αφή και βρώση