πνευματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευματικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευματικότητα θηλυκό
- η πίστη στον μεταφυσικό υπερβατισμό
- (δεν προτιμάται η συγκεκριμένη λέξη) (ο) πνευματισμός, (η) πίστη στη δύναμη των πνευμάτων
- η θεία χάρη, η θεία ευλογία του γαλήνιου και πνευματικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευματικότητα
|