ποιμενίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποιμενίς αἱ ποιμενίδες
      γενική τῆς ποιμενίδος τῶν ποιμενίδων
      δοτική τῇ ποιμενίδι ταῖς ποιμενίσι(ν)
    αιτιατική τὴν ποιμενίδα τὰς ποιμενίδας
     κλητική ! ποιμενίς* ποιμενίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποιμενίς (μαρτυρείται από το 1871)[1] < ποιμήν, ποιημεν- + κατάληξη θηλυκού -ίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποιμενίς, -ίδος

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 820, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές[επεξεργασία]