βοσκοπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βοσκοπούλα | οι | βοσκοπούλες |
γενική | της | βοσκοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | βοσκοπούλα | τις | βοσκοπούλες |
κλητική | βοσκοπούλα | βοσκοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vo.skoˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐σκο‐πού‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοσκοπούλα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του βοσκόπουλο, νεαρή κοπέλα που βόσκει ζώα, πρόβατα ή γίδια
- ⮡ «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» ήταν τίτλος θεατρικού έργου (1891) του Δημητρίου Κορομηλά.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη βόσκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οπούλα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)