βοσκοπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοσκοπούλα οι βοσκοπούλες
      γενική της βοσκοπούλας
    αιτιατική τη βοσκοπούλα τις βοσκοπούλες
     κλητική βοσκοπούλα βοσκοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοσκοπούλα < βοσκ(ός) + -οπούλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vo.skoˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐σκο‐πού‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βοσκοπούλα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βόσκω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]