πολλαπλασιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολλαπλασιάζω < αρχαία ελληνική πολλαπλασιάζω < πολλαπλάσιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.la.pla.siˈa.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
πολλαπλασιάζω (μεσοπαθητικό πολλαπλασιάζομαι)
- μεγαλώνω κάτι πολλές φορές αυξάνοντας το μέγεθος, τον αριθμό ή και την ποσότητά του
- δημιουργώ πολλά πανομοιότυπα αντίγραφα χρησιμοποιώντας κάποιο πρωτότυπο
- εντείνω, αυξάνω, επαυξάνω μια ενέργειά μου
- (μαθηματικά) εκτελώ την πράξη του πολλαπλασιασμού με αριθμούς ή αλγεβρικές παραστάσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλασιαστικός
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολλαπλασιάζω