πραγματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγματικά < πραγματικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πραγματικά
- που συμβαίνει στην πραγματικότητα, που αληθεύει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
και
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πραγματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πραγματικός