πριονοκορδέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριονοκορδέλα οι πριονοκορδέλες
      γενική της πριονοκορδέλας των πριονοκορδελών
    αιτιατική την πριονοκορδέλα τις πριονοκορδέλες
     κλητική πριονοκορδέλα πριονοκορδέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριονοκορδέλα < πριόν(ι) + -ο- + κορδέλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριονοκορδέλα θηλυκό

  1. ξυλουργικό μηχάνημα, συνήθως ηλεκτρικό, που περιλαμβάνει μία συνεχόμενη πριονωτή κορδέλα, με την οποία κόβονται ξύλα
  2. (εργαλείο) η κορδέλα του παραπάνω μηχανήματος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]