προσέλευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσέλευσῐς αἱ προσελεύσεις
      γενική τῆς προσελεύσεως τῶν προσελεύσεων
      δοτική τῇ προσελεύσει ταῖς προσελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσέλευσῐν τὰς προσελεύσεις
     κλητική ! προσέλευσῐ προσελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  προσελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσέλευσις < (πρός) προσ- + ἔλευσις < προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προσέλευση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσέλευσις θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]