πρόρρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόρρηση οι προρρήσεις
      γενική της πρόρρησης* των προρρήσεων
    αιτιατική την πρόρρηση τις προρρήσεις
     κλητική πρόρρηση προρρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προρρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόρρηση < αρχαία ελληνική πρόρρησις[1] < προ- + ῥῆσις < ἐρῶ / εἴρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόρρηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]