πυροβασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροβασία < πυρο- + -βασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fire walking
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.vaˈsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροβασία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πυροβάτης
- πυροβατικός
- πυροβάτισσα
- πυροβατώ
- → δείτε τις λέξεις πυρ και βαίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροβασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βασία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)