πυτιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πυτία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυτιά οι πυτιές
      γενική της πυτιάς των πυτιών
    αιτιατική την πυτιά τις πυτιές
     κλητική πυτιά πυτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυτιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυτιά θηλυκό

  • γάλα από κοιλιά αρνιού που έχει υποστεί φυσική ζύμωση και χρησιμοποιείται για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]