πωλητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πωλητήριο | τα | πωλητήρια |
γενική | του | πωλητήριου & πωλητηρίου |
των | πωλητήριων & πωλητηρίων |
αιτιατική | το | πωλητήριο | τα | πωλητήρια |
κλητική | πωλητήριο | πωλητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πωλητήριο < πωλώ + παραγωγικό επίθημα -τήριο, αρχαία ελληνική πωλητήριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πωλητήριο ουδέτερο
- το έγγραφο που πιστοποιεί την πώληση ενός αγαθού
- υπογράφει το πωλητήριο
- ειδική σημείωση ή αγγελία που αναφέρεται στην πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, δίνοντας πληροφορίες στους υποψήφιους αγοραστές, και τόποθείται συνήθως πάνω στο προς πώληση ακίνητο ή αντικείμενο
- είδα ένα πωλητήριο στην είσοδο της πολυκατοικίας και θέλω περισσότερες πληροφορίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πωλητήριο
|