ρεμβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεμβάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥεμβάζω (γυρίζω γύρω γύρω) < αρχαία ελληνική ῥέμβη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾeɱˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρεμ‐βά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ρεμβάζω, αόρ.: ρέμβασα (χωρίς παθητική φωνή)
- σκέφτομαι και φαντάζομαι πράγματα ή καταστάσεις με ήρεμη κι ονειροπόλο διάθεση
- ↪ καθόμουν και ρέμβαζα στη μικρή παραλία
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεμβάζω | ρέμβαζα | θα ρεμβάζω | να ρεμβάζω | ρεμβάζοντας | |
β' ενικ. | ρεμβάζεις | ρέμβαζες | θα ρεμβάζεις | να ρεμβάζεις | ρέμβαζε | |
γ' ενικ. | ρεμβάζει | ρέμβαζε | θα ρεμβάζει | να ρεμβάζει | ||
α' πληθ. | ρεμβάζουμε | ρεμβάζαμε | θα ρεμβάζουμε | να ρεμβάζουμε | ||
β' πληθ. | ρεμβάζετε | ρεμβάζατε | θα ρεμβάζετε | να ρεμβάζετε | ρεμβάζετε | |
γ' πληθ. | ρεμβάζουν(ε) | ρέμβαζαν ρεμβάζαν(ε) |
θα ρεμβάζουν(ε) | να ρεμβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρέμβασα | θα ρεμβάσω | να ρεμβάσω | ρεμβάσει | ||
β' ενικ. | ρέμβασες | θα ρεμβάσεις | να ρεμβάσεις | ρέμβασε | ||
γ' ενικ. | ρέμβασε | θα ρεμβάσει | να ρεμβάσει | |||
α' πληθ. | ρεμβάσαμε | θα ρεμβάσουμε | να ρεμβάσουμε | |||
β' πληθ. | ρεμβάσατε | θα ρεμβάσετε | να ρεμβάσετε | ρεμβάστε | ||
γ' πληθ. | ρέμβασαν ρεμβάσαν(ε) |
θα ρεμβάσουν(ε) | να ρεμβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρεμβάσει | είχα ρεμβάσει | θα έχω ρεμβάσει | να έχω ρεμβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρεμβάσει | είχες ρεμβάσει | θα έχεις ρεμβάσει | να έχεις ρεμβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρεμβάσει | είχε ρεμβάσει | θα έχει ρεμβάσει | να έχει ρεμβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρεμβάσει | είχαμε ρεμβάσει | θα έχουμε ρεμβάσει | να έχουμε ρεμβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρεμβάσει | είχατε ρεμβάσει | θα έχετε ρεμβάσει | να έχετε ρεμβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρεμβάσει | είχαν ρεμβάσει | θα έχουν ρεμβάσει | να έχουν ρεμβάσει |
|
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρέμβη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)