ρηγιώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρηγιώνα | οι | ρηγιώνες |
γενική | της | ρηγιώνας | των | ρηγιώνων |
αιτιατική | τη | ρηγιώνα | τις | ρηγιώνες |
κλητική | ρηγιώνα | ρηγιώνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρηγιώνα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ῥεγεών < λατινική regio με μεταγραφή e > ήτα αντί έψιλον. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾi.ʝiˈo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρη‐γι‐ώ‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρηγιώνα θηλυκό
- (ιστορία) συνοικία ή περιοχή στην οποία χωρίστηκε η Κωνσταντινούπολη
- ※ Θλιβερὸ τὸ ἀπόβραδο τῆς εἰκοστῆς ἐνάτης Μαΐου -ἡμερομηνία ὁρόσημο στὴν πορεία τῆς Ρωμιοσύνης ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου· κι ἀναρωτιέμαι πόσοι τάχα ἀπέμειναν νὰ θυμοῦνται πῶς χρόνια πρίν, στὴν ἀπόμακρη ἐκείνη ρηγιώνα τοῦ Βυζαντίου, κάθε χρόνο, κάθε τέτοια μέρα ποὺ οἱ κυρίαρχοι πανηγύριζαν τὴν ἐπέτειο τῆς Ἁλώσεως, γενόταν σιωπηλὰ σύναξη μιᾶς πλειάδας ἀθεράπευτων νοσταλγῶν τοῦ Βυζαντίου καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς μαντρότοιχους τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ παρὰ τὴν Πύλην τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ ὅπου ἔπεσε ὁ Κωνσταντῖνος, τελοῦσαν τρισάγιο εἰς μνήμην τοῦ ὕστατου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. (Φώτης Κόντογλου, Το πάρσιμο της Πόλης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρηγιώνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)