ρυπαρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυπαρότητα < ελληνιστική κοινή ῥυπαρότητα, αιτιατική ενικού του ῥυπαρότης < αρχαία ελληνική ῥυπαρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυπαρότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυπαρότητα
|