ρωπογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρωπογραφία οι ρωπογραφίες
      γενική της ρωπογραφίας των ρωπογραφιών
    αιτιατική τη ρωπογραφία τις ρωπογραφίες
     κλητική ρωπογραφία ρωπογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρωπογραφία < αρχαία ελληνική ῥῶπος + -γραφία (ῥῶπος=μικρής αξίας, ασήμαντο), όρος από τα τέλη του 18ου αιώνα (στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει με τον γαλλικό όρο scène de genre τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Ντιντερό τον 18ο αιώνα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρωπογραφία θηλυκό

  • (τέχνη) η αναπαράσταση σκηνών της καθημερινότητας με ρεαλιστικό τρόπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]