σαξοφωνίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαξοφωνίστρια οι σαξοφωνίστριες
      γενική της σαξοφωνίστριας των σαξοφωνιστριών
    αιτιατική τη σαξοφωνίστρια τις σαξοφωνίστριες
     κλητική σαξοφωνίστρια σαξοφωνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαξοφωνίστρια< σαξοφωνίστας + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαξοφωνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σαξοφωνίστας