σιβηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σιβηρικός, -ή, ό
- σχετικός με τη Σιβηρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιβηρικός
|