σκίαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκίαστρο | τα | σκίαστρα |
γενική | του | σκιάστρου | των | σκιάστρων |
αιτιατική | το | σκίαστρο | τα | σκίαστρα |
κλητική | σκίαστρο | σκίαστρα | ||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκίαστρο < (σκιάζω) σκιασ- + -τρο, απόδοση για τη γαλλική abat-jour
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsci.a.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκί‐α‐στρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκίαστρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκίαστρο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άτομο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)