σκολιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκολιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκολιότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκολιότητα»
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sko.liˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐λι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκολιότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη σκολιός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκολιότητα
→ δείτε τη λέξη στρεβλότητα |
Πηγές[επεξεργασία]
- σκολιότητα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκολιότητα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)