σκορποχέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορποχέρης αρσενικό (θηλυκό: σκορποχέρα)
- που απερίσκεπτα σκορπά (συνήθως τα χρήματά του)
- ※ Δεν ήταν τσίπης. Δεν υπολόγιζε ούτε τα λεφτά. Ήταν σκορποχέρης, αλλά με σκοπό.
- Ιερώνυμος Λύκαρης, Το ρομάντζο των καθαρμάτων (Αθήνα: Καστανιώτης, 2011, ISBN 9789600353150) [1].
- ※ Δεν ήταν τσίπης. Δεν υπολόγιζε ούτε τα λεφτά. Ήταν σκορποχέρης, αλλά με σκοπό.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκορποχέρα
- → δείτε τις λέξεις σκορπίζω και χέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορποχέρης
|