σουλατσαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουλατσαδόρος < σουλατσ(άρω) + -αδόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουλατσαδόρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος άεργος που τριγυρίζει άσκοπα εδώ κι εκεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τοκιστής και σουλατσαδόρος: (ειρωνικό) άεργος κι αργόσχολος με αφανείς πηγές βιοπορισμού