σουσούμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουσούμι τα σουσούμια
      γενική του σουσουμιού των σουσουμιών
    αιτιατική το σουσούμι τα σουσούμια
     κλητική σουσούμι σουσούμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουσούμι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /suˈsu.mi/
παρώνυμο: σουσάμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουσούμι ουδέτερο

  1. το προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα
    ※  Απ' έξω στεκότανε ένας ψηλός με σουσούμια επαρχιώτη. (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])
  2. χαρακτηριστικό παρατσούκλι, παρανόμι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]