σπασμολυτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπασμολυτικό τα σπασμολυτικά
      γενική του σπασμολυτικού των σπασμολυτικών
    αιτιατική το σπασμολυτικό τα σπασμολυτικά
     κλητική σπασμολυτικό σπασμολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπασμολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπασμολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπασμολυτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπασμολυτικό