στρουθοκαμηλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρουθοκαμηλισμός < στρουθοκάμηλος + -ισμός (συμπεριφορά παρόμοια με της στρουθοκαμήλου, η οποία κρύβει το κεφάλι της στο έδαφος όταν την κυνηγάει κάποιος εχθρός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρουθοκαμηλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρουθοκαμηλισμός