συγκατανευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκατανευτικός < συγκατανεύω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
συγκατανευτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που συγκατανεύει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις συγκατανεύω, κατανεύω και νεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκατανευτικός
|