συλλογεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συλλογεύς | οἱ | συλλογεῖς | ||||
γενική | τοῦ | συλλογέως | τῶν | συλλογέων | ||||
δοτική | τῷ | συλλογεῖ | τοῖς | συλλογεῦσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | συλλογέα | τοὺς | συλλογέας | ||||
κλητική ὦ! | συλλογεῦ | συλλογεῖς | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλογεύς αρσενικό