συναξάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναξάρι τα συναξάρια
      γενική του συναξαριού των συναξαριών
    αιτιατική το συναξάρι τα συναξάρια
     κλητική συναξάρι συναξάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναξάρι < συναξάριον (διαβαζόταν στις συνάξεις μοναχών)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συναξάρι ουδέτερο

  1. εκκλησιαστικό βιβλίο για τους βίους αγίων και οσίων
  2. (παρωχημένο) ανιαρή αφήγηση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]