συνεταιρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεταιρισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεταιρισμός αρσενικό
- ένωση προσώπων στην οποία ο αριθμός των μελών και το ύψος του κεφαλαίου δεν είναι σταθερά και η οποία έχει ως σκοπό τη συνεργασία των μελών της για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων τους: Παραγωγικός συνεταιρισμός, που συγκεντρώνει την παραγωγή των μελών και αναλαμβάνει τη μεταποίησή της. Kαταναλωτικός συνεταιρισμός, για την παροχή αγαθών στα μέλη του, σε χαμηλές τιμές. Aγροτικός / αλιευτικός / οικοδομικός συνεταιρισμός - λεξικό της κοινής νεοελληνικής[1]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Cooperative στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεταιρισμός