σφολιάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sfoˈʎa.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφο‐λιά‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφολιάτα θηλυκό
- (τρόφιμο) είδος πίτας που παρασκευάζεται με αυγά και βούτυρο και κατά το ψήσιμο χωρίζεται σε αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα
- οι σφολιάτες της γιαγιάς είναι πεντανόστιμες.