σφυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφυρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σφυρίζω, αόρ.: σφύριξα, παθ.φωνή: σφυρίζομαι, π.αόρ.: σφυρίχτηκα, μτχ.π.π.: σφυριγμένος

  1. κάνω συριστικό ήχο με το στόμα μου χρησιμοποιώντας τα χείλη ή και τα δάχτυλα
  2. βγάζω συριστικό ήχο σαν να σφυρίζω
    ※  Το βαπόρι σφύριξε, κίνησε να φύγει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  3. χρησιμοποιώ τη σφυρίχτρα
    Ο διαιτηρής σφύριξε τη λήξη του αγώνα.
  4. (μεταφορικά) λέω σε κάποιον κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός από τρίτον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]