σχάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχάση οι σχάσεις
      γενική της σχάσης* των σχάσεων
    αιτιατική τη σχάση τις σχάσεις
     κλητική σχάση σχάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχάση < (ελληνιστική κοινήσχάσις <σχάζω / σχάω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχάση θηλυκό

  • η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου ενός στοιχείου από την οποία προκύπτουν δύο πυρήνες ελαφρότερων στοιχείων με την ταυτόχρονη απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας ενέργειας και ακτινοβολίας (ραδιενέργειας)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]