τερατάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερατάκι τα τερατάκια
      γενική
    αιτιατική το τερατάκι τα τερατάκια
     κλητική τερατάκι τερατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τερατάκι < τέρας + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τερατάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του τέρας
  2. (μεταφορικά) άτακτο, ανήσυχο παιδί (παιχνιδιάρικα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]