τρισ-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τρις, τρίς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρισ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρισ- < τρίς

Πρόθημα[επεξεργασία]

τρισ- & τρι-

  1. πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
    τρισδιάστατος (τρεις διαστάσεις, όχι επίπεδος)
    αλί και τρισαλί
    τρισέλιδος
  2. επιτατικό πρώτο συνθετικό που σημαίνει το υπερβολικό, το υπέρμετρο
    τρισάθλιος
    τρισεύγενη
    τρισκατάρατος
    τρισένδοξος
    τρισάγιο
     συνώνυμα: παν-

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρισ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρισ- < τρίς

Πρόθημα[επεξεργασία]

τρισ-

  1. πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
    τρισέγγονος
  2. επιτατικό πρώτο συνθετικό που σημαίνει το υπερβολικό, το υπέρμετρο
    τρισέντυτος (που φοράει πολλά ρούχα)
    τρισκατάρατος

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρισ- < επίρρημα τρίς < τρεῖς, τρία

Πρόθημα[επεξεργασία]

τρισ-

  1. πρώτο συνθετικό που σημαίνει κυριολεκτικά: τρις, τρεις φορές
    τρισάνθρωπος
  2. επιτατικό πρώτο συνθετικό που δηλώνει το σύνολο, την πληρότητα, την υπερβολή
    τρίσμακαρ

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]