τρόπαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόπαιο τα τρόπαια
      γενική του τροπαίου
τρόπαιου
των τροπαίων
    αιτιατική το τρόπαιο τα τρόπαια
     κλητική τρόπαιο τρόπαια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρόπαιο < αρχαία ελληνική τρόπαιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɾo.pe.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρόπαιο ουδέτερο

  1. στην αρχαιότητα, μνημείο που στηνόταν από τους νικητές στον τόπο της μάχης, συνήθως ένας σωρός από λάφυρα
  2. οποιοδήποτε αντικείμενο συμβολίζει μια νίκη ή επιτυχία, πολεμική, αθλητική ή άλλου είδους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]