τσαρουχάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαρουχάδικο < τσαρουχάδικο < τσαρουχάς < τσαρούχι + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαρουχάδικο ουδέτερο
- το εργαστήριο του τσαρουχά, το μέρος όπου κατασκευάζονται τα τσαρούχια
- Τότε αναγκάστηκε να κλείσει το τσαρουχάδικο του.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαρουχάδικο
|