τόρνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόρνευση | οι | τορνεύσεις |
γενική | της | τόρνευσης* | των | τορνεύσεων |
αιτιατική | την | τόρνευση | τις | τορνεύσεις |
κλητική | τόρνευση | τορνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τορνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόρνευση < ελληνιστική κοινή τόρνευσις < αρχαία ελληνική τορνεύω < τόρνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόρνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τορνεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τόρνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τόρνευση
|