υδρόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδρόφωνο | τα | υδρόφωνα |
γενική | του | υδρόφωνου & υδροφώνου |
των | υδρόφωνων & υδροφώνων |
αιτιατική | το | υδρόφωνο | τα | υδρόφωνα |
κλητική | υδρόφωνο | υδρόφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρόφωνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρόφωνο ουδέτερο
- ηλεκτροακουστικός μορφοτροπέας ο οποίος χρησιμοποιείται για τη λήψη ηχητικών κυμάτων (πίεσης) μέσα στο νερό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- υδρόφωνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρόφωνο