φαλαινοκαρχαρίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαινοκαρχαρίας οι φαλαινοκαρχαρίες
      γενική του φαλαινοκαρχαρία των φαλαινοκαρχαριών
    αιτιατική τον φαλαινοκαρχαρία τους φαλαινοκαρχαρίες
     κλητική φαλαινοκαρχαρία φαλαινοκαρχαρίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαλαινοκαρχαρίας < φάλαινα και καρχαρίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική whale shark

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαλαινοκαρχαρίας αρσενικό

  • σχετικά σπάνιο είδος καρχαρία, που είναι ιδιαίτερα ογκώδης και τρέφεται κυρίως με πλαγκτόν

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]