φλώρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλώρι | τα | φλώρια |
γενική | του | φλωριού | των | φλωριών |
αιτιατική | το | φλώρι | τα | φλώρια |
κλητική | φλώρι | φλώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλώρι < χλωρίς < αρχαία ελληνική χλωρίων (ο πρασινωπός ή πρασινούλης, λόγω του xρώματος του πτηνού φλώρος, ο οποίος σήμερα ταξινομείται ως chloris chloris)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλώρι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλώρι
|