χαραμάδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαραμάδος αρσενικό
- (παρωχημένο) (σπάνιο) (θρησκεία) αποσυνάγωγος
- ※ Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Κοινότης τὸν εἶχε κάμει χαραμάδον, ἤτοι ἀποσυνάγωγον, μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐμποροπλοιάρχων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο χαραμάδος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαραμάδος
|