χαραμής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χαράμης, Χαραμής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαραμής οι χαραμήδες
      γενική του χαραμή των χαραμήδων
    αιτιατική τον χαραμή τους χαραμήδες
     κλητική χαραμή χαραμήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαραμής < (άμεσο δάνειο) τουρκική harami[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xa.ɾaˈmis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρα‐μής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαραμής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1967). Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. σελ. 421. 

Πηγές[επεξεργασία]

  • χαραμής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)