χαριεντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαριεντισμός < αρχαία ελληνική χαριεντισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαριεντισμός αρσενικό
- η συνήθως χωρίς ουσία χαριτολογία, η συνοδός συμπεριφορά, με χαριτωμένες λέξεις και κινήσεις, συχνά το φλερτ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαριεντισμός < χαριεντίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαριεντισμός αρσενικό