χαϊδιάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαϊδιάρικος η χαϊδιάρικη το χαϊδιάρικο
      γενική του χαϊδιάρικου της χαϊδιάρικης του χαϊδιάρικου
    αιτιατική τον χαϊδιάρικο τη χαϊδιάρικη το χαϊδιάρικο
     κλητική χαϊδιάρικε χαϊδιάρικη χαϊδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαϊδιάρικοι οι χαϊδιάρικες τα χαϊδιάρικα
      γενική των χαϊδιάρικων των χαϊδιάρικων των χαϊδιάρικων
    αιτιατική τους χαϊδιάρικους τις χαϊδιάρικες τα χαϊδιάρικα
     κλητική χαϊδιάρικοι χαϊδιάρικες χαϊδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαϊδιάρικος < χαϊδιάρ(ης) + -ικος[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

χαϊδιάρικος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]