ψαροκόκκαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαροκόκκαλο τα ψαροκόκκαλα
      γενική του ψαροκόκκαλου των ψαροκόκκαλων
    αιτιατική το ψαροκόκκαλο τα ψαροκόκκαλα
     κλητική ψαροκόκκαλο ψαροκόκκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαροκόκκαλο < ψάρι + κόκαλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψαροκόκκαλο ουδέτερο

  1. το κοκαλο του ψαριού
  2. ό,τι μοιάζει στο σχήμα του σκελετού του ψαριού (π.χ. ύφανση, επίστρωση δαπέδου )

Μεταφράσεις[επεξεργασία]