ψευδαισθησιογόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδαισθησιογόνο τα ψευδαισθησιογόνα
      γενική του ψευδαισθησιογόνου των ψευδαισθησιογόνων
    αιτιατική το ψευδαισθησιογόνο τα ψευδαισθησιογόνα
     κλητική ψευδαισθησιογόνο ψευδαισθησιογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδαισθησιογόνα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψευδαισθησιογόνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pse.vðe.sθi.si.oˈɣo.na/

Επίθετο[επεξεργασία]

ψευδαισθησιογόνα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων - Ναρκωτικά (Α-)