ἐφελκίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εφελκίς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφελκίς αἱ ἐφελκίδες
      γενική τῆς ἐφελκίδος τῶν ἐφελκίδων
      δοτική τῇ ἐφελκίδ ταῖς ἐφελκίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐφελκίδ τὰς ἐφελκίδᾰς
     κλητική ! ἐφελκίς* ἐφελκίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφελκίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐφελκίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐφελκίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐφέλκω (ρήμα). Μορφολογικά αναλύεται σε ἐφ- + ἕλκ(ος) (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *selk-) + -ίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐφελκίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]