Αίσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αίσωπος | οι | Αίσωποι |
γενική | του | Αισώπου & Αίσωπου |
των | Αισώπων |
αιτιατική | τον | Αίσωπο | τους | Αισώπους |
κλητική | Αίσωπε | Αίσωποι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αίσωπος < αρχαία ελληνική Αἴσωπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αί‐σω‐πος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αίσωπος αρσενικό
- (7ος αι. π.Χ.) κορυφαίος αρχαίος έλληνας μυθοπλάστης, ο πατέρας της μυθογραφίας, που αρχικά ήταν δούλος και κατοπινά ελευθερώθηκε
- → δείτε Αἴσωπος
- ανδρικό όνομα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αίσωπος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αίσωπος
|