Καραγκούνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καραγκούνης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καραγκούνης οι Καραγκούνηδες
      γενική του Καραγκούνη των Καραγκούνηδων
    αιτιατική τον Καραγκούνη τους Καραγκούνηδες
     κλητική Καραγκούνη Καραγκούνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɡu.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐γκού‐νης

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Καραγκούνης < καρα- / τουρκική kara + αλβανική gunë (κάπα, επενδύτης).(Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Κατά το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη[1] και το Λεξικό Μπαμπινιώτη[2], άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε και γούνα, τη λατινική gunna.

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καραγκούνης αρσενικό (θηλυκό Καραγκούνα ή Καραγκούνισσα)

  1. (πατριδωνυμικό, παρωχημένο) μέλος της αρβανιτοβλάχικης γλωσσικής κοινότητας στην Ακαρνανία
  2. (πατριδωνυμικό) Θεσσαλός γεωργοκτηνοτρόφος της περιοχής των Τρικάλων και της Καρδίτσας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Καραγκούνης < πατριδωνυμικό Καραγκούνης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καραγκούνης αρσενικό (θηλυκό Καραγκούνη)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. καραγκούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]